Εμπειρική χρονολόγηση υπεραιωνόβιων δέντρων με την αξιοποίηση μη επεμβατικών μεθόδων
Ο προσδιορισμός της ηλικίας ενός υπεραιωνόβιου δέντρου συνιστά μία ιδιαίτερα χρήσιμη διαδικασία για ποικίλους τομείς οι οποίοι μπορούν να κυμαίνονται από την προστασία και κατάλληλη διαχείρισή τους, έως την παροχή έγκυρων επιστημονικών δεδομένων. Παρά το γεγονός ότι η χρονολόγηση δέντρων αποτελεί μία εξειδικευμένη διαδικασία που διεκπεραιώνεται από ειδικούς ερευνητές, είναι δυνατή η εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τα έτη ύπαρξης του κάθε δέντρου, με βάση προκαθορισμένες ενδείξεις και χαρακτηριστικά. Ωστόσο, στην περίπτωση των υπεραιωνόβιων δέντρων συστήνεται η αποφυγή της χρήσης παραδοσιακών μεθόδων χρονολόγησης, εφόσον απαιτούν κόψιμο του δέντρου και, κατ’ επέκταση, προκαλούν φθορές και το αποδυναμώνουν.
Σε αντίστοιχες περιπτώσεις, η ηλικία του δέντρου εκτιμάται σε πρώτο στάδιο μέσω εξωτερικών μετρήσεων, ενώ στη συνέχεια μέσω της άμεσης σύγκρισης με άλλα δέντρα παρόμοιου είδους, μεγέθους και ηλικίας που βρίσκονται σε τοποθεσίες που εμφανίζουν ανάλογα κλιματικά, εδαφολογικά κ.ά. χαρακτηριστικά. Ουσιαστικά, η λεπτομερής παρατήρηση των υπεραιωνόβιων δέντρων μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην ερμηνεία πλήθους δεδομένων σχετικά με αυτά. Σε αυτό το πλαίσιο, έχουν αναπτυχθεί συγκεκριμένες μη επεμβατικές μέθοδοι προσδιορισμού της ηλικίας των δέντρων, με σκοπό την καλύτερη δυνατή διατήρησή τους.
Αρχικά, η κατά προσέγγιση χρονολόγηση των υπεραιωνόβιων δέντρων μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τη μέτρηση του αριθμού των ετήσιων δακτυλίων που παράγονται κι εντοπίζονται στην εγκάρσια τομή του κορμού. Κάθε δακτύλιος ισοδυναμεί με ένα έτος. Οι δακτύλιοι αυτοί παρουσιάζουν μία ανομοιομορφία πάχους μεταξύ τους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την αύξηση της ηλικίας του δέντρου, οι δακτύλιοι γίνονται πιο στενοί. Προκειμένου να αποφευχθεί το κόψιμο του δέντρου, η συγκεκριμένη μέθοδος εφαρμόζεται έπειτα από την εξαγωγή ενός δείγματος πυρήνα από τον κορμό του δέντρου.
Μία ακόμη ευρέως διαδεδομένη μέθοδος είναι η μέτρηση του κορμού του δέντρου, με σκοπό τον προσδιορισμό της περιφέρειας, της διαμέτρου και της ακτίνας του. Αφού συγκεντρωθούν οι συγκεκριμένες πληροφορίες, η ηλικία του δέντρου υπολογίζεται διαιρώντας την ακτίνα του κορμού με το μέσο πλάτος δακτυλίου του είδους. Στο ίδιο πλαίσιο, οι προαναφερθείσες διαστάσεις του δέντρου μπορούν να αξιοποιηθούν και για έναν διαφορετικό τρόπο χρονολόγησης, κατά τον οποίο η διάμετρος του δέντρου πολλαπλασιάζεται με τον αυξητικό παράγοντα του είδους.
Συμπληρωματικά με τις μεθόδους που αναφέρθηκαν παραπάνω, τα δέντρα που μετρούν πολλά έτη ύπαρξης και μπορούν να θεωρηθούν υπεραιωνόβια, εμφανίζουν συγκεκριμένα μορφολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία διευκολύνουν τον εντοπισμό τους. Ο φλοιός του κορμού του δέντρου, για παράδειγμα, φαίνεται αρκετά ταλαιπωρημένος, ενώ λείπουν κομμάτια από διάφορα σημεία του. Επίσης, αποτελείται από πολλές κουφάλες, οι οποίες είναι εμφανώς κατεστραμμένες από το πέρασμα του χρόνου. Τα χαρακτηριστικά αυτά, σε συνδυασμό με τις μεθόδους της κατά προσέγγισης δενδροχρονολόγησης, επιτρέπουν την εξαγωγή βάσιμων συμπερασμάτων σχετικά με την ηλικία του κάθε δέντρου.